αδροκάμωτος

αδροκάμωτος
-η, -ο
ο αδροκαμωμένος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + *καμωτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδροκαμωμένος — αδροκαμωμένος, η, ο και αδροκάμωτος, η, ο χοντροκαμωμένος: Έχει σώμα αδροκαμωμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”